- ἄνοδον
- ἄνοδονἄνοδος 1having no way: masc /fem acc sgἄνοδος 1having no way: neut nom /voc /acc sgἄνοδος 2way up: fem acc sgἀνόδωνtoothless: masc voc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄνοδον — ἄνοδος 1 having no way masc/fem acc sg ἄνοδος 1 having no way neut nom/voc/acc sg ἄνοδος 2 way up fem acc sg ἀνόδων toothless masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
възшьствиѥ — ВЪЗШЬСТВИ|Ѥ (8), ˫А с. 1. Подъем, восхождение: вѣрую, мл(с)тве, твоѥму на землю пришествию, и тобою на нб(с)а чл҃вкмъ вшествию. КТур XII сп. XIV, 48; Пасха… фаска жидовьскы сѩ прозывае(т). по онѣ(х) ˫азыку. повѣдае(т) же имѩ… д҃ховнѣ же ѿ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AORNOS vel AORNIS — AORNOS, vel AORNIS petra apud Indos praeceps et invia, monumentis historicorum celebrata, quasi avibus inaccessa. Dionysius Pergiegetes, v. 1149. Ἡ δ᾿ ἠτοι προνένευκεν ἐπ᾿ Ὠκεανὸν βαθυδίνην, Ἠλίβατος ταχινοῖσι δυσέμβατος οἰωνοῖσι. Τοὔνεκά μιν καὶ … Hofmann J. Lexicon universale
τελώνιο — Κατά τις δοξασίες των ανατολικών λαών, τα τ. είναι δαιμονικά όντα, προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη και όχι πάντα βλαβερά για τον άνθρωπο. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν νύχτα στα σπίτια, παίρνουν αυτούς που… … Dictionary of Greek